ἀγκιστροειδῶς

ἀγκιστροειδῶς
ἀγκιστροειδής
hook-shaped
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άρκτιο — (arctium). Γένος ποωδών, διετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών της Ευρώπης και Ασίας. Περιλαμβάνει έξι είδη, από τα οποία δύο ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Από αυτά το πιο κοινό είναι το ά. η λάππα, που φυτρώνει συνήθως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”